προσπαράληψις

προσπαράληψις
-ήψεως, ἡ, Α [προσπαραλαμβάνω]
1. η επιπρόσθετη λήψη ενός πράγματος («μόνῳ τῷ θεῷ χωρὶς ἑτέρον προσπαραλήψεως οὐ ῥᾴδιον πιστεῡσαι», Φίλ.)
2. γραμμ. επαύξηση τής λήγουσας με την προσθήκη μιας συλλαβής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσπαράληψιν — προσπαράληψις taking besides fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπαραλήψεως — προσπαραλήψεω̆ς , προσπαράληψις taking besides fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”